- σκαιωρία
- ἡ, ΜΑβλ. σκευωρία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκαιωρία — σκαιωρίᾱ , σκαιωρία mischief fem nom/voc/acc dual σκαιωρίᾱ , σκαιωρία mischief fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαιωρίᾳ — σκαιωρίᾱͅ , σκαιωρία mischief fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαιωρίας — σκαιωρίᾱς , σκαιωρία mischief fem acc pl σκαιωρίᾱς , σκαιωρία mischief fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαιωρίαν — σκαιωρίᾱν , σκαιωρία mischief fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευωρία — η, ΝΑ, και σκαιωρία Α [σκευωρός] δόλιο τέχνασμα, μηχανορραφία, ραδιουργία (α. «έπεσε θύμα σκευωρίας τών υφισταμένων του» β. «περιγενομένου μου τής τούτων σκευωρίας», Δημοσθ.) αρχ. 1. φροντίδα, επιμέλεια ή φύλαξη τών σκευών 2. πολύ μεγάλη φροντίδα … Dictionary of Greek